καινουργιολευκασμένος

καινουργιολευκασμένος
καινουργιολευκασμένος, -η, -ον (Μ)
αυτός που έχει ασπριστεί πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινούργιος + λευκασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. λευκαίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”